Όταν ο Αντώνης κατάλαβε γιατί δεν άνοιγε η πόρτα του σπιτιού του, ήταν ήδη αργά. Δύο γείτονες είχαν ήδη στηθεί και τον χάζευαν, ενώ μια φωνή πίσω από την πόρτα φώναζε κάτι για αστυνομία. Σήκωσε το βλέμμα του από την κλειδαριά σχεδόν ταυτόχρονα με το κωλοδάκτυλό του, γύρισε και έφυγε με το κεφάλι και το κωλοδάκτυλο ψηλά.
Τελευταία δεν κοιμόταν καλά και συνήθως τα πρωινά του έπαιρνε λίγη ώρα να πάρει μπρος. Το αυτοκίνητο δεν ήταν και πολύ άνετο για ύπνο, έτσι ασφυκτικά γεμάτο με κουβέρτες και μικροπράγματα που ήταν. Επόμενο να συνέλθει λίγο πιο αργά σήμερα, να βγει από το αυτοκίνητο όπου περνούσε τις νύκτες του, τους τελευταίους δύο μήνες, να πάει δύο τετράγωνα πιο πέρα που βρισκόταν το παλιό του σπίτι, αυτό που πήρε η τράπεζα και να προσπαθήσει να μπει με τα παλιά του κλειδιά κατά τρομάζοντας τους νέους ενοίκους.
Στο πεζοδρόμιο που κάθισε για να συνέλθει είδε μια πεταμένη εφημερίδα. Στο πρώτο της φίλο υπήρχε ένα σχέδιο μιας μεγάλης διαγώνιας γραμμής με μεγάλα και μικρά σκαλοπατάκια κατά μήκος της και ένα μικρό, ύπουλα βαλμένο, βελάκι στο δεξί άκρο της να δείχνει προς τα κάτω.
Ο Αντώνης βρισκόταν κάποτε σε ένα από αυτά τα σκαλοπατάκια της γραμμής, όχι ο ίδιος, αλλά η εταιρία που δούλευε. Όσο το βελάκι δεξιά της γραμμής την τραβούσε προς τα επάνω και τα σκαλοπατάκια όλο και ανέβαιναν, όλα κυλούσαν καλά και η ανάβαση κάθε άλλο παρά δύσκολη ήταν.
Κάποια στιγμή όμως το βελάκι χωρίς λόγο άρχισε να κατεβαίνει και μετά από λίγο η πτώση έγινε τόσο απότομη που τα σκαλοπατάκια άρχισαν να γλιστρούν τόσο που όσοι βρίσκονταν επάνω τους να πηγαίνουν γραμμή προς τα κάτω. Μετά από ένα σημείο γλίστρησε και ο Αντώνης, όχι ο ίδιος αλλά η εταιρία που δούλευε.
Πρώτα έπεσε η εταιρία του, μετά έχασε το σπίτι του, μετά τη γυναίκα του και τελευταία ήταν σίγουρος ότι κάπου είχε χάσει και την αξιοπρέπειά του.
Δεν έπρεπε ποτέ να δέσει τη ζωή του επάνω στη καταραμένη γραμμή σκέφτηκε και άρχισε να ψάχνει στις τσέπες του.
Κοίταξε την ώρα στην πινακίδα του διπλανού φαρμακείου και είδε ότι ήταν πολύ νωρίς για να δίνει από τώρα σημασία στο στομάχι του που διαμαρτυρόταν. Τα συσσίτια δεν ξεκινούσαν πριν τις τρεις και είχε ακόμα πολύ χρόνο μέχρι τις μία που θα έπρεπε να στηθεί στην ουρά για να προλάβει να πάρει σειρά.
Τελευταία όλο και περισσότεροι περίμεναν στην ουρά. Τα πράγματα όλο και χειροτέρευαν. Η λέξη εξέγερση ακουγόταν όλο και πιο συχνά αλλά τελευταία με δυσκολία τον κρατούσαν τα πόδια του όρθιο από την πείνα και οι εξεγέρσεις θέλουν πολύ τρέξιμο και φασαρία. Αντίθετα αυτό που συνέβαινε είναι όλο και περισσότεροι να προσπαθούν να φύγουν. Άλλος προς την επαρχία, άλλος προς τα μοναστήρια, άλλος προς το εξωτερικό. Οι περισσότεροι μετανάστες είχαν ήδη φύγει. Τώρα την εγκληματικότητα την έφερναν εξαθλιωμένοι Έλληνες που είχαν μετατρέψει μεγάλο μέρος της πόλης σε μπετονένια φαβέλα και το υπόλοιπο σε αστυνομοκρατούμενο οχυρό. Οι ακροδεξιοί είχαν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν που η χώρα τους καθάρισε από ξένους, αλλά κανένα λόγο για να περιπολούν, να κυνηγούν ξένους και να φωνάζουν. Έτσι είχαν αφοσιωθεί αποκλειστικά στους εσωτερικούς εχθρούς, αριστερούς και αναρχικούς.
Εκείνη την ίδια μέρα πρέπει να ήταν που τέτοιοι ακροδεξιοί πήγαν να στρατολογήσουν τον Αντώνη. Έψαχναν άπορους Έλληνες, τους έταζαν ψωμί και ένα μικρό μισθό, τους ανέλυαν τις πεποιθήσεις τους και τους παρακαλούσαν να ενωθούν μαζί τους. Τις πρακτικές και τα καθήκοντά τους θα τα μάθαιναν με τον καιρό, τίποτα το κακό όμως, απλά πατριωτικό.
Ο Αντώνης ήταν πεινασμένος αλλά όχι ηλίθιος, ήξερε τι σήμαιναν όλα αυτά. Ακόμα του μιλούσαν τα καθάρματα, πιπιλίζοντάς του το μυαλό με μεγάλες ιδέες, αλησμόνητες πατρίδες, προδότες και βάρβαρα ιδανικά, όταν ο Αντώνης ξαφνικά θυμήθηκε που είχε αφήσει την αξιοπρέπειά του. Μάζεψε όλη του την αδυναμία και την απάθεια και γύρισε για δεύτερη φορά την ίδια μέρα να φύγει με το κεφάλι και το κωλοδάκτυλο ψηλά.
Ο Αντώνης δεν πήγε ποτέ για το συσσίτιο εκείνη τη μέρα, ούτε καμία από της επόμενες.
Κανείς δεν αναρωτήθηκε τι απέγινε και κανείς δεν έμαθε ποτέ. Ακόμα και η αστυνομία που τον μάζεψε νεκρό έθαψε την υπόθεσή του με συνοπτικές διαδικασίες μαζί με τον ίδιο.
Ο Αντώνης δεν έγινε ποτέ παράδειγμα προς μίμηση, παρόλο που αρκετοί είχαν την ίδια μοίρα με αυτόν.
Τρίτη 1 Ιουνίου 2010
Σε λίγο θα είναι αργά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου